- πολύοζος
- -ον, Ααυτός που έχει πολλούς όζους, πολλά κλαδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. ά-οζος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύοζον — πολύοζος with many branches masc/fem acc sg πολύοζος with many branches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυοζότεροι — πολύοζος with many branches masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύοζα — πολύοζος with many branches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύοζοι — πολύοζος with many branches masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυοζία — ἡ, Α [πολύοζος] (σχετικά με δέντρα) η ύπαρξη πολλών όζων, κλάδων … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek